τύπτουσιν

τύπτουσιν
τύπτω
beat
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
τύπτω
beat
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • INDUS — dicitur ἐλεφανταλωγὸς, h. e. rector Elephanti, undecumque sit ortus, quia hac arte maxime praestant, qui in India nati sunt et alios docuêrunt. Polyb. l. 1. de Caecilio, qui Asdrubalem vicit fugavitque, θηρία συν` αὐτοῖς μὲν λ᾿νδοῖς ἔλαβε δέκα,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τύπτω — ΝΜΑ (λόγιοςτ.) χτυπώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. μτφ. ελέγχω, επιτιμώ («μέ τύπτει η συνείδησή μου» νιώθω μεταμέλεια για κάτι επιλήψιμο που έκανα) αρχ. 1. προξενώ πληγές με χτύπημα ράβδου 2. (στον Όμ.) πλήττω με πολεμικά όπλα («ξίφος ὀξύ, τῷ ὃ γε… …   Dictionary of Greek

  • όρπη — η, ΝΜΑ 1. μετάλλινο, συνήθως, εξάρτημα και κόσμημα, συνδυασμένο με περόνη, που χρησιμεύει για σύνδεση τών δύο άκρων ιμάντα, ζώνης ή και ενδύματος, το θηλυκωτήρι, η καρφίτσα, η κόπιτσα, η αγκράφα 2. (στην αρχ.) κόσμημα με το οποίο οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”